- ραντιστήρας
- ραντιστήρας, ο και ραντιστήρι, τοδοχείο κατάλληλο για ράντισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραντιστήρας — ο, Ν το ραντιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω + κατάλ. τήρ(ας), πρβλ. κινη τήρας] … Dictionary of Greek